- πολυστενάκτου
- πολυστένακτοςcausing many groansmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έμφθαρτος — ἔμφθαρτος, ον (Μ) φθαρτός, πρόσκαιρος («ἐκ τῆς πολυστενάκτου τε καὶ ἐμφθάρτου ζωής», Ιουστ.) … Dictionary of Greek